25 Οκτ Αυτοάνοσα νοσήματα και βιταμίνη D
[dropcap]Τ[/dropcap]α τελευταία εξήντα χρόνια ολοένα και περισσότερο αυξάνεται η συχνότητα εμφάνισης των φλεγμονωδών νόσων του εντέρου που αφορούν κυρίως στην ελκώδη κολίτιδα και στη νόσο του Crohn, σε σημείο που να χαρακτηρίζονται ως παγκόσμια νόσος. Πρόκειται για νοσήματα που επηρεάζουν σημαντικά την ποιότητα ζωής και τη συνολική υγεία των πασχόντων ατόμων, τόσο λόγω της πλημμελούς λειτουργία του εντέρου όσο και εξαιτίας των παρενεργειών της φαρμακευτικής θεραπείας που πρέπει να λαμβάνουν, συνήθως ισόβια. Ο Δρ. Δημήτρης Τσουκαλάς, MD, πρόεδρος του European Institute of Nutritional Medicine, εξηγεί πως η βιταμίνη D έχει θετικά αποτελέσματα στο πεδίο των αυτοάνοσων νοσημάτων.
Ποια εννοούμε βιταμίνη D
Με τον όρο βιταμίνη D, εννοείται η βιταμίνη D2 και D3. Κλινικής σημασίας είναι η βιταμίνη D3 η οποία φωτοσυντίθεται στο δέρμα στον οργανισμό από την επίδραση της υπεριώδους ακτινοβολίας Β. Όσον αφορά τη διατροφή, ελάχιστες τροφές περιέχουν βιταμίνη D3 (μουρουνέλαιο, σολομός, σκουμπρί, κρόκος αυγού) και αυτές σε μικρές ποσότητες, για αυτό και η κυριότερη πηγή παραμένει η λογική έκθεση στον ήλιο. Ωστόσο, η ηλικία, το γεωγραφικό πλάτος, η εποχή τους έτους, η πυκνότητα της μελανίνης στο δέρμα είναι παράγοντες που επηρεάζουν την παραγωγή της.
Νέα δεδομένα ενισχύουν τη συσχέτιση χαμηλών επιπέδων βιταμίνης D με την αύξηση της εμφάνισης νοσημάτων, όπως τα φλεγμονώδη νοσήματα του εντέρου, τη σκλήρυνση κατά πλάκας, την ψωρίαση, τη ρευματοειδή αρθρίτιδα κ.α. Όσο χαμηλότερα τα επίπεδα της βιταμίνης D τόσο αυξάνεται ο κίνδυνος εμφάνισης.
Τι προφέρει στον οργανισμό
Ανοσορρυθμιστική δράση: η βιταμίνη D ενισχύει το ανοσοποιητικό σύστημα αποκαθιστώντας την ικανότητα του οργανισμού να αναγνωρίζει τα δικά του κύτταρα και τους ιστούς και το επαναφέρει στην αρχική φυσιολογική του λειτουργία. Αυτή η απώλεια της αναγνώρισης των ιδίων των κυττάρων σε έναν οργανισμό, είναι η βασική αιτία για την εμφάνιση των αυτοάνοσων ασθενειών.
Έλεγχος των παθογόνων μικροοργανισμών: η βιταμίνη D είναι απαραίτητη για την παραγωγή 200 ενδογενών αντιβιοτικών ουσιών και για την ομαλή λειτουργία και ενεργοποίηση των λευκών αιμοσφαιρίων. Χαμηλά επίπεδα της βιταμίνης, συνδέονται με αυξημένη εμφάνιση λοιμώξεων και ανεπαρκή λειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος, ενώ υπάρχει άμεση συσχέτιση της εντερικής χλωρίδας με τη δράση της βιταμίνης D. Χαμηλά επίπεδα σχετίζονται με αυξημένη παρουσία παθογόνων οργανισμών στο έντερο.
Αντιφλεγμονώδη δράση: η βιταμίνη D έχει ισχυρή αντιφλεγμονώδη δράση που εκφράζεται μέσα από ειδικούς υποδοχείς. Το έντερο είναι ένας από τους ιστούς που παρουσιάζουν από τις μεγαλύτερες συγκεντρώσεις υποδοχέων για τη βιταμίνη D.
Ποια είναι τα συμπτώματα ανεπάρκειας
Πόνος στα οστά: ειδικά το χειμώνα, η ανεπάρκεια της βιταμίνης D στους ενήλικες, τους κάνει να αισθάνονται άλγος στα οστά και στους μυς και οι αρθρώσεις τους είναι λίγο πιο σκληρές όταν σηκώνονται το πρωί.
Πεσμένη ψυχική διάθεση: η βιταμίνη D βελτιώνει τα επίπεδα της σεροτονίνης στον οργανισμό, η οποία με τη σειρά της επηρεάζει την ψυχική διάθεση
Χαμηλά επίπεδα της βιταμίνης D στο αίμα έχουν συσχετισθεί με αυξημένο κίνδυνο θανάτου από καρδιαγγειακή νόσο, νοητικές διαταραχές σε ενήλικες μεγαλύτερης ηλικίας, σοβαρό άσθμα στα παιδιά, εμφάνιση καρκίνου.
Έρευνες έχουν δείξει επίσης ότι η βιταμίνη D παίζει σημαντικό ρόλο στην πρόληψη και την αγωγή μίας σειρά από διαφορετικές παθήσεις όπως του διαβήτη, της υπέρτασης και της σκλήρυνσης κατά πλάκας.
Ποια είναι τα ιδανικά επίπεδα
Η μέτρηση των επιπέδων της 25 ΟΗ D3 θα πρέπει να γίνεται σε όλους τους ασθενείς που πάσχουν από αυτοάνοσο νόσημα. Ιδανικές θεωρούνται τιμές που κυμαίνονται από 50-80 ng/dl. Ασθενείς που πάσχουν από αυτοανοσία μπορεί να εμφανίσουν αντίσταση στη βιταμίνη D και να χρειάζονται μεγαλύτερες δόσεις και υψηλότερες τιμές για να μπορέσει το σώμα τους να εκφράσει πλήρως τη δράση της πολύτιμης αυτής βιταμίνης. Αυτό όμως θα πρέπει να γίνεται από ιατρική παρακολούθηση και την παράλληλη μέτρηση εργαστηριακών παραμέτρων για να αξιολογηθεί αντικειμενικά η ανταπόκριση του οργανισμού.
(πηγή: naturanrg.gr)