One small thing – “caring a tree is caring of your soul”-Amit Ray

Όταν οι περισσότεροι άνθρωποι εύχονται «καλή τύχη», οι Ιάπωνες λένε «γκάνμπατε». Αυτός είναι και ο τίτλος του βιβλίου που διαβάζω αυτές τις ημέρες. Πρόκειται για ένα όρο που μεταφράζεται ως «κάνε το όσο καλύτερα μπορείς, μην το βάζεις ποτέ κάτω, συνέχισε να προσπαθείς».

Η διαφορά είναι ότι η καλή τύχη εξαρτάται από εξωτερικούς παράγοντες. Το γκάνμπατε επικαλείται τις εσωτερικές δυνάμεις και δυνατότητες του ανθρώπου κάτι που σημαίνει πως ό ,τι συμβαίνει εξαρτάται από την ατομική προσπάθεια.

Το βιβλίο, που το έχει γράψει ο Ιάπωνας συγγραφέας Νόμπουο Σουζούκι, χωρίζεται σε μικρά κεφάλαια με αυτοτελείς ιστορίες. Αυτή που διάλεξα να ανεβάσω έχει τον τίτλο «Ο άνθρωπος που φύτευε δέντρα». Ίσως, επειδή είμαι επηρεασμένη από το δυσάρεστο θέμα των πυρκαγιών. Από όσο θυμάμαι μικρή τον εαυτό μου που παραθερίζαμε στα Ίσθμια με τους παππούδες και τις γιαγιάδες μου, κάθε καλοκαίρι το δάσος από την πάνω μεριά του δρόμου έπιανε φωτιά και με αγωνία και φόβο κάναμε ότι μπορούσαμε για να μην περάσει το δρόμο και κάψει τα σπίτια μας. Και κάτι άλλο ακόμα. Φαίνεται ότι κάποιοι δεν έχουν συνειδητοποιήσει ακόμα ότι τα δάση, τα δέντρα και το οικοσύστημα τους είναι το ζωικό μας σπίτι και όχι αυτό που μένουμε. Το τσιμέντο δεν μπορεί να μας θρέψει, να μας κάνει να αισθανθούμε καλά και να μας δώσει ζωή.

Το 1953 ο Γάλλος συγγραφέας Ζαν Ζινό δημοσίευσε ένα διήγημα που περικλείει την ουσία του γκάνμπατε. Πολλοί αναγνώστες πίστεψαν πως η ιστορία του Ελζεάρ Μπουφφιέ, του βοσκού που πρωταγωνιστεί στον «Άνθρωπο που φύτευε δέντρα» ήταν πραγματική. Ο ίδιος ο συγγραφέας, ωστόσο, φρόντισε να διαψεύσει τέσσερα χρόνια αργότερα σε ένα γράμμα του στο Δημαρχείο της Ντιν.

Αυτό δεν μειώνει την αξία της ιστορίας, που δείχνει πως η ουτοπία μπορεί να γίνει πραγματικότητα όταν συνοδεύεται από συνεχή και επίμονη προσπάθεια.

Η αφήγηση ξεκινά το 1910, όταν ένας νεαρός εξερευνά το φυσικό τοπίο της Προβηγκίας μέχρι που φτάνει σε μία έρημη κοιλάδα χωρίς ούτε ένα δέντρο, οπού φυτρώνει μόνο άγρια λεβάντα. Αφού τριγυρίζει στα ερείπια ενός παλιού χωριού, φτάνει σε ένα ξεροπόταμο. Εκεί γνωρίζει ένα βοσκό που τον οδηγεί σε μία πηγή για να δροσιστεί.

Ο νεαρός εκδρομέας θέλει να μάθει γιατί εκείνος ο μεσόκοπος άνθρωπος ζει σ’ ένα τόσο έρημο και χωρίς ζωή μέρος. Ο Ελζεάρ Μπουφφιέ, όπως ονομάζεται ο βοσκός, του διηγείται την ιστορία του.

Όταν χήρεψε, αποφάσισε να μετατρέψει εκείνο τον ερειπωμένο ξερότοπο σε κοιλάδα καλυμμένη από καταπράσινα δάση. Για να το πετύχει, βασίζεται μονάχα στα δύο του χέρια και σ’ ένα μπαστούνι με το οποίο ανοίγει τρύπες στο χώμα. Έπειτα αφήνει μέσα σε κάθε τρύπα τα βελανίδια που μάζεψε.

Εντυπωσιασμένος από εκείνο το μοναχικό και ουτοπικό έργο, ο εκδρομέας αποχαιρετάει τον βοσκό και επιστρέφει στο σπίτι του.

Ψυχικά τραυματισμένος μετά τη συμμετοχή του στον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο, ο νεαρός αφηγητής (που συχνά ταυτίζεται με τον Ζαν Ζιονό) αποφασίζει το 1920 να επιστρέψει στο ίδιο μέρος όπου έκανε εκείνη την ευχάριστη συζήτηση.

Προς μεγάλη του έκπληξη, εκείνο το κατάξερο μέρος είναι τώρα γεμάτο νεαρά δέντρα με ρίζες απλωμένες ανάμεσα σε ρυάκια που υγραίνουν και πάλι το έδαφος. Εντυπωσιασμένος από την αλλαγή, θα επισκέπτεται στο εξής κάθε χρόνο τον πρώην βοσκό.

Πράγματι, ο άνθρωπος εκείνος έχει πάψει να βόσκει πρόβατα, επειδή έτρωγαν τα νεαρά βλαστάρια και πλέον είναι μελισσοκόμος.

Εδώ και περισσότερα από σαράντα χρόνια, ο Ελζεάρ Μπουφφιέ συνεχίζει να φυτεύει δέντρα, στη μία τρύπα μετά την άλλη, μέρα με τη μέρα, μέχρι που μετατρέπει την έρημη κοιλάδα σε ένα υπέροχο δάσος γεμάτο ζωή.

Πάνω από δέκα χιλιάδες άνθρωποι μετακομίζουν εκεί, γοητευμένοι από την ομορφιά του τοπίου, χωρίς να γνωρίζουν τον συνεχή και κρυφό μόχθο του Μπουφφιέ. Ο φίλος του εξηγεί στις αρχές την αλήθεια εκείνου του θαύματος και καταφέρνει να τεθεί το δάσος υπό προστασία.

Η ιστορία ολοκληρώνεται το 1945, όταν ο αφηγητής επισκέπτεται για τελευταία φορά τον άνθρωπο που φύτευε δέντρα, ο οποίος θα πεθάνει δύο χρόνια αργότερα, έχοντας μεταμορφώσει την κοιλάδα, δίνοντας νόημα στη ζωή του.

(Νόμπουο Σουζούκι, γκάνμπατε, εκδόσεις Πατάκη)