09 Δεκ Κουραμπιέδες και μελομακάρονα, τα μπισκότα των Χριστουγέννων
Πως θα ήταν η χριστουγεννιάτικη περίοδος των γιορτών χωρίς τα στολισμένα δέντρα, τα αναμμένα φωτάκια και τη γλυκιά μυρωδιά των μελομακάρονων και των κουραμπιέδων; Οι ημέρες μας πασπαλίζονται με μέλι και ζάχαρη άχνη και οι κουζίνες ευωδιάζουν με το ψήσιμο τους. Από τις πιο γλυκιές, παραδοσιακές νοστιμιές, τραγανές και αφράτες που σίγουρα δεν μπορείς να μείνεις στο ένα, όταν τα δοκιμάσεις! Γνωρίζετε ωστόσο από που όμως πήραν την ονομασία τους;
Σύμφωνα με στοιχεία που συνέλεξε ο Δημήτρης Σταθακόπουλος, Δρ. κοινωνιολογίας της Ιστορίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, μουσικολόγος και δικηγόρος η ρίζα είναι: Qurabiya στα Αζέρικα, Kurabiye στα Τούρκικα και φυσικά κουραμπιές στα ελληνικά, που στην κυριολεξία σημαίνει Kuru = ξηρό, biye = μπισκότο. Όμως, η ονομασία μπισκότο καθιερώθηκε τον Mεσαίωνα, ετυμολογικά προερχόμενη από το λατινογενές bis-cuit, που σημαίνει ψημένο δύο φορές (στα αρχαία ελληνικά λεγόταν δί-πυρον), ως τεχνική ψησίματος για να μην «χαλάει» εύκολα ο άρτος, κυρίως των στρατιωτών και των ναυτικών.
Στα σύγχρονα ιταλικά, η λέξη είναι biscotto (τo cookies έχει φλαμανδική / ολλανδική προέλευση που πέρασε στην αγγλική γλώσσα). Το λατινικό bis-cuit διαδόθηκε μέσω των Βενετών εμπόρων και στην Ασία, όπου καθιερώθηκε ως παραφθορά της λατινικής λέξης, σε biya/biye, οπότε συνδέθηκε με το δικό τους Qura /Kuru (ξηρό) και έδωσε τη νέα μικτή (λατινο-ανατολίτικη) λέξη Qurabiya / Kurabiye, η οποία με αντιδάνεια ξαναγύρισε στη δύση και ελληνοποιημένη πλέον έδωσε το «κουραμπιές» με την έννοια του ξηρού μπισκότου, που διανθίστηκε με αμύγδαλα, ζάχαρη άχνη κ.λπ.
Σε μεταφορική χρήση της λέξης, το 1912 κουραμπιές ήταν ο στρατιώτης στα μετόπισθεν, δεν έπαιρνε μέρος στη μάχη. Έτσι κουραμπιές αποκαλείται ειρωνικά ο άκαπνος, ο ανεκπαίδευτος αλλά και ο δειλός στρατιώτης και, κατ΄επέκταση, ο νωθρός και άβουλος άντρας, σύμφωνα με τον Νίκο Σαραντάκο, συγγραφέα του βιβλίου «Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία», μεταφραστή και λογοτέχνη. Γιατί ονομάστηκε έτσι; Ίσως επειδή είναι μεν ωραίος στην όψη αλλά εύκολα θρυμματίζεται, θέλει λεπτό χειρισμό.
Τα μελομακάρονα έχουν ετυμολογικά αρχαιοελληνική προέλευση όσο και αν το μυαλό πάει στο «ιταλικό» μακαρόνι. Στα λεξικά αναφέρεται ότι η λέξη «μακαρόνι» παράγεται από τη μεσαιωνική ελληνική λέξη «μακαρωνία» (επρόκειτο για νεκρώσιμο δείπνο με βάση τα ζυμαρικά, όπου μακάριζαν το νεκρό). Η μακαρωνία με τη σειρά της έρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη «μακαρία», που δεν ήταν άλλο από την ψυχόπιτα, δηλαδή, ένα κομμάτι άρτου, στο σχήμα του σύγχρονου μελομακάρονου, το οποίο το προσέφεραν μετά την κηδεία. Αργότερα, όταν η μακαρία περιλούστηκε με σιρόπι μελιού ονομάστηκε: μέλι+μακαρία = μελομακάρονο και καθιερώθηκε ως γλύκισμα του 12ημέρου, κυρίως από τους Μικρασιάτες Έλληνες και με το όνομα «φοινίκια». Οι Λατίνοι και αργότερα οι Ιταλοί χρησιμοποιούσαν τη λέξη μακαρωνία ως maccarone που τελικά κατέληξε να σημαίνει το σπαγγέτι. Τέλος, από το μεσαίωνα και μετά στη Γαλλία και την Αγγλία, ένα είδος αμυγδαλωτού μπισκότου ονομάστηκε «macaroon» (το γνωστό σε όλους σήμερα «μακαρόν»).
Και επειδή αρκετά πράγματα μου αρέσουν να είναι παραδοσιακά και κλα
σσικά, την παρακάτω συνταγή για κουραμπιέδες θα βρείτε στο βιβλίο «Μαγειρική & Ζαχαροπλαστική, Χρύσα Παραδείση», εκδόσεις Βιβλία Τερζόπουλος
Κουραμπιέδες
450 γρ. βούτυρο
160 γρ. ζάχαρη άχνη
3 κρόκους
3 κουταλιές μπράντυ, ούζο ή ουίσκι
Εκχύλισμα βανίλιας ή 2 κουταλάκια εσάνς αμυγδάλου
700 γρ. αλεύρι
75 γρ. ασπρισμένα και ψιλοκομμένα αμύγδαλα (προαιρετικά)
1 κιλό κοσκινισμένη ζάχαρη άχνη για το γαρνίρισμα
Χτυπάτε το βούτυρο με την ζάχαρη άχνη στο μίξερ μέχρι να γίνει αφράτο. Προσθέτετε έναν-έναν τους κρόκους. Ρίχνετε το λικέρ και λίγο εκχύλισμα βανίλιας ή το εσάνς αμυγδάλου. Προσθέτετε σταδιακά το αλεύρι μέχρι να γίνει η ζύμη σφιχτή.
ζυμώνετε ελαφρά την ζύμη και τη βάζετε στο ψυγείο τουλάχιστον για 1 ώρα.
Προθερμαίνετε το φούρνο στους 180ο βαθμούς.
Πλάθετε τη ζύμη σε κουραμπιέδες, στο σχήμα που προτιμάτε. Τους ψήνετε στο φούρνο γα 20 λεπτά ή μέχρι να ροδίσουν. Πριν κρυώσουν, τους τυλίγετε δύο φορές στην κοσκινισμένη ζάχαρη άχνη.
(πηγή: Newsbeast.gr, βικιπαίδεια)