10 Δεκ Τοξικές Σχέσεις και NLP

Από την Αλεξάνδρα Ευθυμιάδου PhD, Ψυχολογία & Neuro-Lingusitics, Ιδρύτρια nlpgreece®, Affiliated with NLP University, Santa Cruz, California
Ο όρος «τοξικός» είναι παντού σήμερα, ιδιαίτερα στις συζητήσεις γύρω από τις σχέσεις, είτε αυτές είναι ρομαντικές, φιλικές, οικογενειακές, καθώς και σε εργασιακά περιβάλλοντα ή και σε σχέση με τον ίδιο μας τον εαυτό. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, τα άρθρα ψυχολογίας και τα forums αυτοβοήθειας συχνά αναφέρονται σε ανθρώπους, αλληλεπιδράσεις ή περιβάλλοντα ως «τοξικά».
Η κατανόηση του τι κάνει μια σχέση τοξική και η αναγνώριση των τοξικών χαρακτηριστικών που ενδέχεται να έχουμε εμείς οι ίδιοι, αποτελεί το πρώτο βήμα προς πιο υγιείς αλληλεπιδράσεις και συναισθηματική ευημερία.
Ο Νευρογλωσσικός Προγραμματισμός (NLP) προσφέρει πρακτικά εργαλεία για να διαχειριστούμε τοξικές δυναμικές, να βελτιώσουμε την επικοινωνία και να ενισχύσουμε την αυτοεκτίμηση μας. Το άρθρο αυτό εξετάζει τη φύση της τοξικότητας στις σχέσεις και εξηγεί πώς οι τεχνικές NLP μπορούν να μας βοηθήσουν να επαναφέρουμε την ισορροπία.
Τι είναι πραγματικά «τοξικό»;
Μια τοξική σχέση είναι εκείνη που υπονομεύει σταθερά και συνεχώς την ψυχική, συναισθηματική ή σωματική ευημερία ενός ατόμου. Η τοξικότητα συχνά εκδηλώνεται με:
- Χρόνια κριτική ή κατακρίσεις
- Συναισθηματική χειραγώγηση ή έλεγχο
- Παραμέληση ή έλλειψη ενσυναίσθησης
- Συνεχείς κατηγορίες και ψεύδη
- Υπερβολική εξάρτηση ή συναισθηματική αλληλεξάρτηση
Σημαντικό είναι ότι η τοξικότητα είναι σχεσιακή, όχι έμφυτη. Η συμπεριφορά ενός ατόμου μπορεί να φαίνεται τοξική σε συγκεκριμένο πλαίσιο, αλλά να μην αντικατοπτρίζει τη γενικότερη συμπεριφορά του. Για παράδειγμα, ένας συνάδελφος μπορεί να φανεί πολύ αυστηρός και έντονος σε μια επαγγελματική συνάντηση, λόγω του άγχους του για να προλάβει τις προθεσμίες, κάτι που μπορεί να εκληφθεί ως «τοξική» συμπεριφορά. Όμως σε ένα διαφορετικό πλαίσιο, όπως σε μια χαλαρή συνάντηση με φίλους, το ίδιο άτομο μπορεί να είναι υποστηρικτικό, ευγενικό και φιλικό. Δηλαδή, η «τοξικότητα» δεν είναι έμφυτη στο άτομο, αλλά εξαρτάται από τη σχέση και το περιβάλλον στο οποίο βρίσκεται.
Επίσης, όλοι μας μπορεί να έχουμε χαρακτηριστικά που να θεωρηθούν τοξικά σε ορισμένες περιστάσεις. Η αναγνώριση αυτών των χαρακτηριστικών είναι εξίσου σημαντική με την αναγνώριση των συμπεριφορών των άλλων. Για παράδειγμα, κάποιος που είναι πολύ ελεγκτικός μπορεί να γίνει τοξικός όταν δεν εμπιστεύεται κανέναν εκτός από τον εαυτό του και θέλει όλα να γίνονται με τον δικό του τρόπο, προκαλώντας άγχος και ένταση στους γύρω του. Ωστόσο, αυτή η συμπεριφορά δεν χρειάζεται να είναι τοξική. Αν η ανάγκη για έλεγχο είναι μετρημένη και συνειδητή, μπορεί να μεταφράζεται σε οργανωτικότητα και επιτυχία χωρίς να βλάπτει τους άλλους.
Κοινές παρανοήσεις
- Τοξικότητα ≠ Κακοποίηση: Παρόλο που οι τοξικές σχέσεις μπορεί να είναι ψυχικά επιβλαβείς, δεν είναι πάντα κακοποιητικές. Η κακοποίηση περιλαμβάνει σαφή μοτίβα εξουσίας και ελέγχου, ενώ η τοξικότητα μπορεί να είναι πιο “αμυδρή”.
- Οι τοξικές σχέσεις δεν είναι πάντα εμφανείς: Κάποιες δυναμικές δίνουν την αίσθηση ότι «κάτι δεν πάει καλά» χωρίς σαφή εξήγηση. Συνεχής δυσαρέσκεια, συναισθηματική εξάντληση ή ενοχή μπορεί να υποδηλώνουν τοξικότητα.
- Η τοξικότητα δεν είναι πάντα μονομερής: Σε μία σχέση και οι δύο πλευρές συνεισφέρουν στη τοξικότητα Η κατανόηση του δικού μας ρόλου μέσα σε αυτή τη συνθήκη είναι εξίσου σημαντική.
Η ψυχολογία πίσω από τις τοξικές σχέσεις
Οι ανθρώπινες σχέσεις είναι πολύπλοκα συστήματα που επηρεάζονται από την ξεχωριστή προσωπικότητα του κάθε ατόμου, τα στυλ προσκόλλησης και πρότυπα επικοινωνίας του, καθώς και τις παρελθοντικές εμπειρίες. Οι τοξικές συμπεριφορές συχνά αναδύονται όταν:
- Οι συναισθηματικές ανάγκες δεν ικανοποιούνται ή εκφράζονται ανασφαλώς (π.χ. αγχώδης ή αποφευκτική προσκόλληση. Ένα άτομο με αγχώδη προσκόλληση μπορεί να γίνεται υπερβολικά απαιτητικό γιατί φοβάται την εγκατάλειψη. Αυτή η ανασφάλεια μπορεί να εκδηλωθεί, για παράδειγμα, με δεκάδες τηλέφωνα αν ο σύντροφός του ή ο φίλος του δεν απαντήσει αμέσως σε ένα μήνυμα. Αντίστοιχα, ένα άτομο με αποφευκτική προσκόλληση μπορεί να αποσύρεται συναισθηματικά, προκαλώντας δυσλειτουργία στη σχέση. Για παράδειγμα, μπορεί να αποφεύγει συζητήσεις για συναισθήματα ή να μην εκφράζει την αγάπη του με λόγια και πράξεις.
- Τα όρια είναι ασαφή, οδηγώντας σε υπερβολική αλληλεξάρτηση, θυμό, κτητικότητα, ζήλια κλπ. Επίσης, η μη κατανομή ευθυνών, η έλλειψη προσωπικού χώρου αλλά και η μη αποτελεσματική επικοινωνία των ορίων οδηγεί σε συναισθηματική εξάντληση και μειωμένη αίσθηση αυτονομίας.
- Οι δεξιότητες επικοινωνίας είναι περιορισμένες, προκαλώντας παρερμηνείες, παθητική επιθετικότητα ή κλιμάκωση συγκρούσεων. Για παράδειγμα, μια παρατήρηση του τύπου «Δεν με νοιάζει» μπορεί να εκληφθεί ως απόρριψη ή ειρωνεία, προκαλώντας ένταση και αδικαιολόγητο θυμό. Η έλλειψη ενεργητικής ακρόασης και ξεκάθαρων μηνυμάτων ενισχύει την τοξικότητα στη σχέση.
- Η ανεπίλυτη τραυματική εμπειρία επηρεάζει τη συμπεριφορά. Άτομα που έχουν βιώσει προηγούμενα τραύματα μπορεί να εμφανίζουν ευερεθιστότητα και έντονες αντιδράσεις. Για παράδειγμα, ένας εργαζόμενος που έχει υποστεί επαναλαμβανόμενη, κριτική στο παρελθόν μπορεί να αντιδρά υπερβολικά ακόμη και σε πολύ απλές παρατηρήσεις.
Η τοξικότητα ενεργοποιεί την αμυγδαλή του εγκεφάλου, το κέντρο φόβου και συναισθημάτων, προκαλώντας άγχος, ευερεθιστότητα και μειωμένη ικανότητα λήψης αποφάσεων. Μακροπρόθεσμα, η παρατεταμένη έκθεση σε τοξικές δυναμικές μπορεί να μειώσει τη λειτουργία του προμετωπιαίου φλοιού, δυσκολεύοντας την ορθολογική αντιμετώπιση καταστάσεων.
Αναγνωρίζοντας τα δικά μας τοξικά χαρακτηριστικά
Κοινά τοξικά χαρακτηριστικά περιλαμβάνουν:
- Υπερβολική κριτική ή κατακρίσεις: Διαρκής υποβάθμιση των άλλων.
- Συναισθηματική απόσυρση ή αποφυγή: Αποφυγή συγκρούσεων με αποτέλεσμα τη συσσώρευση συναισθηματικής πίεσης.
- Έλεγχος ή χειραγώγηση: Απόπειρες επιβολής της θέλησής μας με τρόπους που περιορίζουν την ελευθερία του άλλου.
- Καταπιεσμένη οργή ή παθητική επιθετικότητα: Εκδηλώσεις θυμού μέσω ειρωνείας, σιωπής ή σαρκασμού αντί για άμεση επικοινωνία.
Όσο περισσότερο κατανοούμε τις δικές μας συμπεριφορές, τόσο πιο εύκολο γίνεται να σπάσουμε τα τοξικά μοτίβα και να χτίσουμε σχέσεις βασισμένες σε αμοιβαίο σεβασμό, εμπιστοσύνη και υγιή όρια. Η αυτογνωσία μας επιτρέπει να:
- Εντοπίζουμε μοτίβα που επαναλαμβάνονται και διατηρούν τη σύγκρουση. Για παράδειγμα, αν παρατηρήσουμε ότι συχνά αντιδρούμε με ειρωνεία, μπορούμε να αλλάξουμε την προσέγγιση μας.
- Προσαρμόζουμε συμπεριφορές που ενδέχεται να βλάπτουν άλλους. Για παράδειγμα, η συνειδητή προσπάθεια να μην κατακρίνουμε συνεχώς τον σύντροφο, τους φίλους ή τους συνεργάτες μας μπορεί να μειώσει την ένταση.
- Κάνουμε συνειδητές επιλογές όσον αφορά το πώς εμπλεκόμαστε στις σχέσεις, αποφασίζοντας πότε και πώς να αλληλεπιδρούμε με σεβασμό και όρια.
Αυτή η διαδικασία της αυτογνωσίας έχει και νευροβιολογική βάση. Ο τρόπος που επεξεργάζεται ο εγκέφαλός μας τα συναισθήματα και τις συμπεριφορές των άλλων παίζει καθοριστικό ρόλο στο πώς βιώνουμε τις σχέσεις και την τοξικότητα.
Στη δεκαετία του 1990, οι νευροβιολόγοι Τζάκομο Ριτζολάτι, Βιτόριο Γκαλέζε και Λεονάρντο Φογκάσι στο Πανεπιστήμιο της Πάρμα ανακάλυψαν τους κατοπτρικούς νευρώνες (mirror neurons). Αυτοί οι νευρώνες ενεργοποιούνται όταν παρατηρούμε άλλους να κάνουν κάτι ή να εκφράζουν συναισθήματα, δημιουργώντας την αίσθηση ότι τα βιώνουμε κι εμείς οι ίδιοι. Με αυτόν τον τρόπο, το μυαλό μας «καθρεφτίζει» τις εμπειρίες των άλλων, κάτι που εξηγεί γιατί νιώθουμε ότι οι «τοξικοί» άνθρωποι μας μεταφέρουν αρνητική ενέργεια.
Ο νευροεπιστήμονας Robert Sapolsky επισημαίνει ότι η παρατεταμένη έκθεση σε στρες, όπως η συνεχής αλληλεπίδραση με τοξικούς ανθρώπους, μπορεί να αυξήσει την παραγωγή κορτιζόλης και να επηρεάσει ακόμα και τον ιππόκαμπο, μια περιοχή του εγκεφάλου σημαντική για τη μνήμη και τη ρύθμιση συναισθημάτων. Με λίγα λόγια, η τοξικότητα δεν δημιουργείται μόνο από τους άλλους: το μυαλό μας συμμετέχει ενεργά στη διαμόρφωσή της, ανάλογα με το πώς επεξεργάζεται και δέχεται τις εμπειρίες.
Η αυτογνωσία, λοιπόν, δεν βοηθά μόνο να αναγνωρίζουμε τα μοτίβα συμπεριφοράς μας, αλλά και να κατανοούμε και να διαχειριζόμαστε τον τρόπο που ο εγκέφαλός μας αντιδρά στις σχέσεις, μειώνοντας την επίδραση της τοξικότητας και προάγοντας υγιείς, ισορροπημένες συνδέσεις.
NLP, Modeling & Τοξικότητα
Ο Νευρογλωσσικός Προγραμματισμός (NLP) είναι ένα διεπιστημονικό σύστημα που περιγράφει πώς οι εσωτερικές γνωστικές διεργασίες (νευρο), η γλώσσα (γλωσσικό) και τα συμπεριφορικά πρότυπα (προγραμματισμός) αλληλεπιδρούν και πώς μπορούμε να επηρεάσουμε αυτές τις διεργασίες για πιο λειτουργικά αποτελέσματα. Οι Bandler, Grinder και μία ομάδα επιστημόνων ξεκίνησαν στις αρχές της δεκαετίας του 1970 στο University of California – Santa Cruz, με στόχο να «αποτυπώσουν» τις στρατηγικές επιτυχημένων θεραπευτών και επαγγελματιών, αρχικά παρατηρώντας τη δουλειά του Milton Erickson, της Virginia Satir, του Fritz Perls και άλλων, και να κωδικοποιήσουν αυτές τις στρατηγικές ως τεχνικές και πρωτόκολλα που μπορούν να διδαχθούν και να εφαρμοστούν.
Η μεθοδολογία του NLP συνδύασε στοιχεία από τη γλωσσολογία, τη συστημική οικογενειακή θεραπεία, την υπνοθεραπεία και την ανθρωπολογία και πρότεινε διάφορα εργαλεία για ανάπτυξη και εξέλιξη. Αυτή η καταγραφή και αποτύπωση των εσωτερικών στρατηγικών ήταν το κεντρικό επιστημονικό ερώτημα του πρώτου κύκλου εργασίας.
Το modeling αποτελεί τον λειτουργικό πυρήνα του NLP. Πρόκειται για μια διαδικασία νευρο-συμπεριφορικής χαρτογράφησης: παρατηρούμε πώς ένας άνθρωπος σκέφτεται, πώς ρυθμίζει τα συναισθήματά του και πώς ενεργεί, ώστε να κατανοήσουμε τη λειτουργική αλληλουχία που παράγει ένα συγκεκριμένο αποτέλεσμα. Και αυτό δεν ισχύει μόνο για τις «καλές» συμπεριφορές. Το modeling είναι εξίσου αποτελεσματικό στο να αποκαλύπτει δυσλειτουργικά εσωτερικά μοτίβα, κάτι ιδιαίτερα σημαντικό όταν μιλάμε για τοξικές σχέσεις.
Όταν η διαδικασία του modeling επεκτείνεται στον ίδιο μας τον εαυτό, μιλάμε για self-modeling. Εκεί, καλούμαστε να αποσυναρμολογήσουμε την εσωτερική στρατηγική (τι σκεφτόμασταν, τι είπαμε, τι νιώθαμε, τι αισθήσεις ενεργοποιήθηκαν). Όταν μια σχέση είναι τοξική, το modeling λειτουργεί ως φακός που μας βοηθά να δούμε καθαρά όχι μόνο το πώς επεξεργαζόμαστε πληροφορίες αλλά και τις δικές μας αντιδράσεις και τον αντίκτυπο που έχουν πάνω μας οι συμπεριφορές του άλλου. Μέσω της αυτοπαρατήρησης αναγνωρίζουμε πώς επηρεαζόμαστε και τι χρειαζόμαστε για να προστατευτούμε. Μπορεί να διαπιστώσουμε ότι σε συνθήκες πίεσης κλείνουμε τη φωνή μας, ότι προσπαθούμε να «ηρεμήσουμε τον άλλον» αντί να φροντίσουμε τον εαυτό μας ή ότι ανεχόμαστε συμπεριφορές που ξεπερνούν τα όριά μας.
Την ίδια στιγμή, το modeling μας επιτρέπει να κατανοήσουμε (όχι να κρίνουμε) τις αντιδράσεις μας που μπορεί να τροφοδοτούν την τοξική δυναμική. Δεν μιλάμε για «φταίω» ή «δεν φταίω», αλλά για ειλικρινή χαρτογράφηση: τι συμβαίνει μέσα μας όταν πληγωνόμαστε, φοβόμαστε ή νιώθουμε ότι μας αγνοούν; Μήπως αντιδρουμε με υπερβολικό θυμό; Αυτό δεν είναι απαραίτητα «ελάττωμα χαρακτήρα», αλλά ένα μοτίβο επιβίωσης που ίσως κάποτε μας προστάτευσε. Η κατανόηση των δικών μας τοξικών αντιδράσεων είναι η αρχή μιας πράξης φροντίδας, όχι αυτοκατηγορίας.
Meta Model για καλύτερη, μη τοξική επικοινωνία
Η εσωτερική ενδοσκόπηση μέσω του self-modeling έχει αξία μόνο όταν αρχίζει να μεταφράζεται και να βρίσκει εφαρμογή και στις αλληλεπιδράσεις μας. Με άλλα λόγια, συνδέουμε το inner game με το outer game στο NLP. Το inner game αναφέρεται στον τρόπο σκέψης μας, στις πεποιθήσεις και τις αξίες που καθορίζουν τον τρόπο που βλέπουμε τον κόσμο και τον εαυτό μας. Το outer game είναι οι ενέργειες και οι συμπεριφορές που προκύπτουν από αυτή τη νοοτροπία και εκδηλώνονται στον τρόπο που επικοινωνούμε, θέτουμε όρια και ικανοποιούμε τις ανάγκες μας και κατ’ επέκταση αυτά επιδρούν στις σχέσεις μας.
Για παράδειγμα, αν το inner game μας λέει «μπορώ να μιλήσω χωρίς φόβο», το outer game μας δείχνει πώς το εκφράζουμε στην πράξη. Αν ο άλλος δεν το καταλαβαίνει ή αντιδρά αρνητικά, η επικοινωνία δεν αποτυγχάνει, αλλά αποκαλύπτει κάτι ουσιαστικό για τη δυναμική της σχέσης και για τα όρια μας. Αυτή η αποκάλυψη, όσο επώδυνη κι αν είναι, γίνεται μέρος της προσωπικής μας ελευθερίας και ανάπτυξης.
Ο όρος inner/outer game υιοθετήθηκε από τον Timothy Gallway, και η κατανόησή του μας επιτρέπει να βλέπουμε ξεκάθαρα πώς οι εσωτερικές μας πεποιθήσεις επηρεάζουν τις συμπεριφορές μας και πώς μπορούμε να τις μετατρέψουμε σε υγιείς, συνειδητές δράσεις.
Πολύ συχνά, η βάση των τοξικών σχέσεων είναι η κακή επικοινωνία. Ένα από τα πιο ισχυρά εργαλεία του NLP για το κομμάτι της επικοινωνίας είναι το Meta Model. Ουσιαστικά, είναι ένας τρόπος να μετατρέπουμε τη θολή, αόριστη ή φορτισμένη επικοινωνία σε κάτι συγκεκριμένο και κατανοήσιμο. Κάθε συζήτηση μπορεί να αποτυγχάνει για έναν από τους 3 βασικούς λόγους: διαγραφές, στρεβλώσεις και γενικεύσεις. Το Meta Model λειτουργεί σαν φίλτρο που τις αποκαλύπτει.
- Όταν ο άλλος λέει: «Δεν νοιάζεσαι ποτέ για μένα», αυτό είναι γενίκευση. Μια μετα-μοντελική απάντηση δεν είναι αμυντική, αλλά διευκρινιστική: «Πότε ακριβώς το αισθάνθηκες αυτό; Με ενδιαφέρει να ξέρω.»
- Όταν ακούμε: «Νιώθω χάλια, δεν θέλω να το συζητήσω», έχουμε διαγραφή. Η σωστή ερώτηση δεν είναι «γιατί;», αλλά «Τι έχει το θέμα της συζήτησης που σε κάνει να νιώθεις χάλια;»
- Όταν εμφανίζεται στρέβλωση τύπου: «Το έκανες αυτό επίτηδες για να με πληγώσεις», δεν απαντάμε με άρνηση ή επίθεση, αλλά με επαναφορά στη βάση: «Πώς κατέληξες σε αυτό το συμπέρασμα; Θέλω να καταλάβω το σκεπτικό σου.»
Το Meta Model δεν μας βοηθά «να κερδίσουμε τον καυγά», αλλά να διαπιστώσουμε αν υπάρχει πραγματική πρόθεση αμοιβαίας κατανόησης ή αν απλώς εγκλωβιζόμαστε σε επικοινωνιακό λαβύρινθο. Αν αυτός που έχουμε απέναντί μας ανταποκριθεί σε μια ειλικρινή ερώτηση διευκρίνισης υπάρχει περιθώριο συνεργασίας, αλλά, αν απαντήσει με περισσότερη ασάφεια ή επιθετικότητα τότε διαλύει την αυταπάτη ότι υπάρχει ισότιμη σχέση.
Έτσι, το Meta Model λειτουργεί σαν εργαλείο αποδέσμευσης από γλωσσική χειραγώγηση. Μας μαθαίνει να ξεχωρίζουμε πότε μιλάμε με τον άνθρωπο και πότε μιλάμε με τα μοτίβα άμυνας ή ελέγχου που έχει συνηθίσει να χρησιμοποιεί αυτόματα. Οπότε, μπορούμε να καταλάβουμε αν όλα είναι μία παρεξήγηση και τα προβλήματα στη σχέση οφείλονται σε κακή επικοινωνία ή αν μιλάμε για πραγματική τοξικότητα.
Τελικά, το να «ξεφύγουμε» από την τοξικότητα δεν ξεκινά από τον άλλον, αλλά από την εσωτερική διαύγεια. Όταν ξέρουμε πώς λειτουργούμε, πώς αντιδρούμε, τι μας πυροδοτεί και πώς θέλουμε πραγματικά να επικοινωνούμε, τότε καμία τοξική συμπεριφορά δεν μπορεί να μας χειριστεί. Και αυτό είναι ακριβώς το πεδίο όπου το NLP λειτουργεί ως ένα σύστημα αυτορρύθμισης και επικοινωνιακής ευφυΐας.
