Τα πρέπει και τα θέλω

Θα έλεγα ότι είμαι αρκετά πειθαρχημένο άτομο και ότι έχω μεγαλώσει με κάποιες αρχές, ώστε τα πρέπει (μου) να είναι αρκετά. Τα οποία ξεκινούν από τα πιο απλά σε μικρή ηλικία με την διαπαιδαγώγηση, που γίνονται με το χρόνο συνήθειες. Μετά έρχονται τα άλλα πρέπει σαν κανόνες, που εσωτερικοποιούνται και γίνονται μέρος της προσωπικότητας μας. Έχουμε τα πρέπει που συνειδητά επιλέγουμε να ακολουθήσουμε. Έχουμε τα πρέπει που να τα έχουμε αντιστρέψει σε θέλω, έχουμε όμως και τα πρέπει που δημιουργούν ενοχές.

Έχω ένα μήνα περίπου που δεν έχω γράψει στο σάιτ. Είναι η πρώτη φορά από τότε που το έχω αρχίσει, που έχω αφήσει να περάσει τόσο καιρός. Ακόμα και όταν πέρσι ήμουν στην Ινδία είχα πάρει μαζί μου το μικρό λαπτοπ για να γράφω ή στην Ύδρα πάντα έβρισκα κάποιο χρόνο παρόλη τη δουλειά και την έλλειψη ίντερνετ. Όμως τώρα τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Ήταν η φούρια των γιορτινών ημερών, ήταν το στρες με την μετακόμιση, ήταν η ψυχολογική κούραση, ήταν το ταξίδι στην Αμερική. Όλα έπεσαν σε αυτό το μήνα και το λιγότερο που ήθελα να κάνω ήταν να ανοίξω το κομπιούτερ και να γράφω ανάμεσα σε πακεταρίσματα και σε κούτες, όταν το μυαλό μου ήταν πώς να τακτοποιήσω κάπως τα πράγματα. Το μικρό λαπτοπ ταξίδεψε στην Αμερική και ξαναγύρισε πίσω χωρίς να καταγραφεί ούτε μία λέξη. Η επιθυμία υπήρχε, στην πρίζα μπήκε αλλά δεν πραγματοποιήθηκε. Η οθόνη παρέμεινε κατεβασμένη σε όλο το διάστημα που έμεινα εκεί.

«Νιώθω λίγο τύψεις που δεν είμαι συνεπής», είπα στον φίλο μου.
«Για ποιο πράγμα;», με ρώτησε
«Που έχω ένα σάιτ και δεν έχω γράψει τίποτα»
«Και γιατί σου δημιουργεί τύψεις;»
«Επειδή θα έπρεπε», απαντάω, ενεργοποιώντας τον προσωπικό μου κριτή.
Έπρεπε; Για ποιον; Είναι μία ερώτηση που κάνουμε συχνά στο NLP για να δούμε τι ισχύει. Πρόκειται για λέξεις δομές που προ-διαθέτουν και αναγνωρίζονται ως εσωτερικές αναπαραστάσεις και οι οποίες κατευθύνουν στην ύπαρξη πιθανότητας/δυνατότητας ή αναγκαιότητα μίας κατάστασης. Με τις κατάλληλες ερωτήσεις αποδομούμε την λέξη στον τρόπο σκέψης και αλλάζουμε το πλαίσιο για να ανακαλύψουμε το εμπόδιο.
Τι γίνεται όταν δεν;

Τίποτα δεν γίνεται. Γιατί δεν αλλάζει κάτι. Δεν δουλεύω για κάποιον ή κάπου για να έχω χρονικά όρια. Ούτε το σάιτ μου είναι ειδησεογραφικό ώστε να χρειάζεται καθημερινό ανέβασμα θεμάτων. Είναι μικρό (ακόμα) ώστε να ανησυχώ πολύ. Και έπειτα υπάρχει η σελίδα στο φέισμπουκ, οπού εκεί γρήγορα μπορώ να γράψω κάτι μικρό, γρήγορα και ανεξάρτητα που είμαι και με το τι συμβαίνει γύρω μου. Το γράψιμο θέλει χρόνο, συγκέντρωση και ησυχία. Τον χρόνο όμως που είχα ήθελα να κάνω άλλα πράγματα από το να βρίσκομαι σε ένα δωμάτιο. Να δω μέρη που δεν είχα ξαναδεί. Να περπατήσω σε καινούριους δρόμους και να κάνω βόλτες. Και να ξεκουραστώ. Ψυχικά. Να βρω την εσωτερική μου ηρεμία. Να επαναπροσδιορίσω τα όνειρα μου, τις αναζητήσεις μου, τις προτιμήσεις μου και τους στόχους μου. Δίνοντας τον χρόνο στον εαυτό μου. Και τώρα που γύρισα και άρχισα να ξαναγράφω, σκέφτομαι ότι όπως στη ζωή δεν υπάρχει μόνο το ένα ή το άλλο, έτσι δεν υπάρχει μόνο πρέπει ή θέλω. Αυτός ο διαχωρισμός δημιουργεί εσωτερικές συγκρούσεις που κάνουν τη ζωή μας πιο δύσκολη. Υπάρχουν και τα δύο, είναι οι ισορροπίες μας. Λειτουργούμε και πορευόμαστε με τα πρέπει και τα θέλω, όσο έχουμε επίγνωση του εαυτού μας, των προσωπικών αξιών και επιλογών μας και δείχνουμε ωριμότητα και ευελιξία ως προς την εσωτερική μας πυξίδα.